Ἀναξώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξοῦς — Ἀναξώ fem nom/voc pl Ἀναξώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξοῖ — Ἀναξώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Анаксо — (др. греч. Ἀναξώ) в греческой мифологии дочь тиринфского царя Алкея и Астидамии, сестра Амфитриона. Вышла замуж за своего дядю Электриона, брата Алкея, и родила ему дочь Алкмену (мать Геракла) и восемь сыновей[1]. Все ее сыновья погибли, пытаясь… … Википедия
Anaxo — ANAXO, us, Gr. Ἀναξὼ, όος, contr. οῦς, (⇒ Tab. XXI.) des Alcäus und der Hipponome Tochter, welche Elektrio zur Gemahlinn nahm, und mit ihr die Alkmene, des Herkules Mutter, ingleichen den Stratobötes, Gorgophonus, Philonomus, Celäneus,… … Gründliches mythologisches Lexikon
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
Ηλεκτρύων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Τίρυνθας, για τον οποίο υπάρχουν πολλές παραδόσεις όχι απόλυτα σύμφωνες μεταξύ τους. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ησίοδο, ως πατέρας της Αλκμήνης και πολλών γιων. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι o Η. σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek